Λέξη: συμπέρασμα
Σχετικές λέξεις: συμπέρασμα
συμπέρασμα συνώνυμο, συμπέρασμα αγγλικά, συμπέρασμα ένα (2009), το συμπέρασμα, εξάγω συμπέρασμα, βγάζω συμπέρασμα, συμπέρασμα ένα στίχοι, προκείμενες συμπέρασμα, συμπέρασμα in english, συμπέρασμα ένα
Συνώνυμα: συμπέρασμα
έκβαση, αποτέλεσμα, αφαίρεση, έκπτωση, κράτηση, επαγωγή, πόρισμα, εγκαθίδρυση, στρατολόγηση, τεκμήριο, σύναψη, τέλος, κατάληξη, λήξη, εικασία, συμπερασμός, υπόθεση
Μεταφράσεις: συμπέρασμα
συμπέρασμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conclusion, inference, concluded, the conclusion, conclude
συμπέρασμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
terminación, conclusión, deducción, celebración, conclusión de, concluir, la conclusión
συμπέρασμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abschluss, entscheidung, finale, schluss, beendigung, folgerung, entschluss, rückschluss, ausklang, Abschluss, Schlussfolgerung, Schluss, Schluß, Schlußfolgerung
συμπέρασμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
achèvement, déduction, fin, accomplissement, conclusion, dénouement, argument, terminaison, aboutissement, décision, résolution, bout, conclure, la conclusion, conclusions
συμπέρασμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conclusione, fine, ultimazione, concludere, conclusioni, termine, la conclusione
συμπέρασμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decisão, decisões, conclusão, celebração, conclusão de, concluir, conclusões
συμπέρασμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beslissing, afloop, conclusie, besluit, einde, slot, uitspraak, gevolgtrekking, sluiting, sluiten
συμπέρασμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завершение, заключение, укладывание, исход, умозаключение, вывод, уложение, итог, окончание, выведение, решение, заключения, выводу
συμπέρασμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avslutning, konklusjon, konklusjonen, avslutningen, inngåelse
συμπέρασμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slut, slutsats, ingående, slutsatsen, ingåendet, Sammanfattningsvis
συμπέρασμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olettamus, loppulause, päätös, johtopäätös, oletus, loppu, päätelmä, tekemisestä, päätelmää, päätelmän
συμπέρασμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slutning, konklusion, indgåelse, indgåelsen, afslutning
συμπέρασμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakončení, rozhodnutí, konec, ukončení, závěr, vývod, úsudek, uzavření, závěru, závěrem
συμπέρασμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konkluzja, dokończenie, kończenie, zawarcie, wniosek, sfinalizowanie, finalizacja, zakończenie
συμπέρασμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
következtetés, következtetést, megkötése, megkötését, megkötésére
συμπέρασμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karar, sonuç, sonucu, sonuca, sonuç olarak
συμπέρασμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вивід, умовивід, укладення, замкнення, вивершення, висновок, виведення, висновку, невтішного висновку
συμπέρασμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përfundim, konkluzion, Përfundimi, konkluzioni, përfundim i
συμπέρασμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
решение, заключение, сключване, сключването, извод, приключване
συμπέρασμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выснову, выснова, вывад, высновы
συμπέρασμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõpetav, järeldus, lõpetus, sõlmimine, sõlmimise, järeldusele, järeldust, sõlmimist
συμπέρασμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kraj, sklapanje, konstatacija, okončanje, zaključak, je zaključak, zaključka, zaključak U, ZakljuËak
συμπέρασμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ályktun, niðurstaða, Niðurstaðan, niðurstöðu, Ályktun, niðurstöður
συμπέρασμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sprendimas, išvada, išvados, išvadą, sudarymas
συμπέρασμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spriedums, lēmums, secinājums, secinājumu, noslēgšana, secināt
συμπέρασμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заклучок, заклучокот, констатација, склучување, доработка
συμπέρασμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sfârşit, decizie, final, concluzie, încheierii, încheierea, concluzia, concluzii
συμπέρασμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaključek, sklep, sklenitev, ugotovitev, sklepanje
συμπέρασμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vývod, záver, záveru, k záveru, závery, Nakoniec
Τυχαίες λέξεις