Λέξη: σπεύδω

Σχετικές λέξεις: σπεύδω

σπεύδω συνώνυμα, σπεύδω αγγλικά, σπεύδω τι σημαίνει, σπεύδω κλιση, σπεύδω english, σπεύδω αρχικοί χρόνοι, σπεύδω λεξικο, σπεύδω συνώνυμο, σπεύδε βραδέως

Συνώνυμα: σπεύδω

επισπεύδω, ορμώ, βιάζομαι, επιταχύνω, ευημερώ, κατευοδώνω, τρέχω γρήγορα, συνοθώ, τρέχω, φεύγω

Μεταφράσεις: σπεύδω

σπεύδω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hurry, hasten, hie, scurry, rush, scurry about

σπεύδω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
precipitar, precipitación, prisa, apresurar, acuciar, hie, hic, EHI, de HIE, la EHI

σπεύδω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sausen, schnell, hasten, eile, eilen, beeilung, eilfertigkeit, rasen, hast, beeilen, hie, hic, Holiday Inn Express

σπεύδω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
empressons, accourent, précipitation, avancer, pousser, empressement, dépêchent, accourez, accourir, hâte, empressent, empresser, galoper, hâter, dépêcher, dépêchez, hie, hic, HIF, EHI, la HIE

σπεύδω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sollecitare, furia, premura, volare, affrettare, fretta, affrettarsi, HIE, hic, Holiday Inn Express, spuntando

σπεύδω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pressa, apressar, precipitadamente, apressar-se, HIE, hic, EHI, soluço

σπεύδω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jachten, haastigheid, dringen, haast, spoed, voortmaken, verhaasten, haasten, vaart, zich haasten, zich spoeden, HIE, hoogten, hic

σπεύδω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гонка, торопливость, поспешить, торопить, поторопить, поторапливаться, ускорить, поторопиться, поспешность, поспешно, торопиться, спешка, ускорять, спешить, HIE, ГИЭ

σπεύδω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hast, haste, ile, hastverk, fart, hie

σπεύδω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hast, skynda, brådska, hasta, påskynda, ila, fjäsk, HASTA, HIE, NIKLAS, HIE som

σπεύδω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hoppu, rientää, kiire, ehättää, hoppuilla, siivittää, hätäillä, nostattaa, joutua, hyörinä, hie, vuotias hie

σπεύδω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
HIE, hic, hyp, VLADISLAVAS

σπεύδω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pospíchat, hnát, pobízet, chvat, zrychlit, pobídnout, kvap, spěch, urychlit, uspíšit, spěchat, Hie

σπεύδω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ponaglać, podgonić, spieszyć, pośpieszać, pospieszyć, przynaglać, pośpiech, pośpieszyć, przyśpieszać, śpieszyć, przyspieszać, pędzić, pospieszać, hie, hic

σπεύδω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
siet, hie, hic, a HIE

σπεύδω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acele, gidivermek, hie, acele etmek

σπεύδω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поспішність, спішити, поспішати, квапливість, квапитися, поспішатиме

σπεύδω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpejtoj, ngutem, nxitoj, shkoj shpejt

σπεύδω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бързам, ВИИ, HIE

σπεύδω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спяшацца, сьпяшацца

σπεύδω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõttama, kiirendama, kiirustama, rutt, hie

σπεύδω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žurba, ubrzati, žuriti

σπεύδω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flýta, hraða, toftir

σπεύδω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
accelero, festino

σπεύδω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskubėti, Skubėti, hie, Steigties

σπεύδω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
steiga, steigties, hie

σπεύδω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
HIE

σπεύδω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grabă, Ilie, Buna, Hie, hic

σπεύδω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
HIE

σπεύδω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ponáhľať, sa ponáhľať, spěchat, ponáhľať sa
Τυχαίες λέξεις