Стравливать στα ελληνικά
Μετάφραση: стравливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορυχείο, λάκκος, βόσκω, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антропология στα ελληνικά - ανθρωπολογία, Ανθρωπολογίας, την ανθρωπολογία, της ανθρωπολογίας, Ανθρωπολογικού
- ботаника στα ελληνικά - βοτανική, βοτανικής, η βοτανική, της βοτανικής, βοτανολογία
- деривация στα ελληνικά - παραγωγή, εξαγωγή, προέλευση, παράγωγο, συναγωγή
- дом-фургон στα ελληνικά - τροχόσπιτο, τροχόσπιτου, καραβάνι, τροχόσπιτα, τροχόσπιτων
Τυχαίες λέξεις
Стравливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορυχείο, λάκκος, βόσκω, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο
Μεταφράσεις: ορυχείο, λάκκος, βόσκω, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο