Стресс στα ελληνικά

Μετάφραση: стресс, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένταση, τονίζω, στρες, τόνος, άγχος, πίεση, το άγχος, άγχους
Стресс στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аббатиса στα ελληνικά - ηγουμένη, ηγουμένη την, η ηγουμένη, ηγουμένης, Γερόντισσα
  • водный στα ελληνικά - βουρκωμένος, υδρόβιος, υγρός, νερουλός, νερό, νερού, ύδατος, ...
  • гагара στα ελληνικά - δύτης, Loon, παλαβός, Λοόν, Λουν, ίοοη
  • дивергенция στα ελληνικά - απόκλιση, απόκλισης, αποκλίσεις, διαφορά, αποκλίσεων
Τυχαίες λέξεις
Стресс στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένταση, τονίζω, στρες, τόνος, άγχος, πίεση, το άγχος, άγχους