Λέξη: τραγικός

Σχετικές λέξεις: τραγικός

τραγικός είρωνας ένα κομμάτι για την κορη μου, τραγικός θάνατος 5χρονου, τραγικός συνώνυμα, τραγικός θάνατος για 20χρονο μοτοσικλετιστή στη θεσσαλονίκη, τραγικός ήρωας, τραγικόσ θάνατοσ 17χρονησ, τραγικός θανατος ελληνα ηθοποιου, τραγικός θάνατος για τον θρύλο του kick boxing, τραγικός θάνατος συνδικαλιστή αστυνομικού, τραγικός ποιητής

Μεταφράσεις: τραγικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tragic, tragical, the tragic, a tragic, Tragedian
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trágico, trágica, trágicas, trágicos, tragedia
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tragisch, tragischen, tragische, tragischer, tragisches
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tragique, tragiques, dramatique, tragédie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tragico, tragica, tragiche, tragici, tragedia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tragédia, trágico, trágica, trágicas, trágicos, dramática
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tragisch, tragische, dramatische, de tragische, dramatisch
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трагический, катастрофический, печальный, трагичный, прискорбный, трагедийный, трагическая, трагической, трагическое, трагическим
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tragisk, tragiske
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tragisk, tragiska, tragiskt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hirmuinen, traaginen, traagista, traagisen, traagiset, traagisia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tragisk, tragiske, dramatiske, dramatisk
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tragický, tragické, tragická, tragickou, tragickým
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tragiczny, tragiczne, tragiczna, tragicznym, tragiczną
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tragédiaíró, tragikus, a tragikus
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
trajik, trajik bir, acı, feci
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
катастрофічний, журний, печальний, зажурний, трагічний, трагічного, трагічна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tragjik, tragjike, tragjike e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трагическия, трагичен, трагичната, трагична, трагично, трагичния
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трагічны, трагічнае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
traagiline, traagilise, traagilised, traagilisi, traagiliste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tragičan, tragična, tragično, tragični, tragične
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sorglegt, sorglegur, hörmulega, átakanlegur, sorgleg
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tragiška, tragiškas, tragišką, tragiškų, tragiškos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
traģisks, traģiska, traģiski, traģiskā, traģisko
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трагичен, трагична, трагични, трагично, трагичната
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tragic, tragică, tragica, tragice, tragicul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tragična, tragično, tragični, tragičen, tragične
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tragický, tragické, tragickým, tragicky, tragická
Τυχαίες λέξεις