Ступить στα ελληνικά
Μετάφραση: ступить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πατημασιά, διάβημα, εισέρχομαι, τσαλαπατώ, βηματίζω, πηγαίνω, μπαίνω, βήμα, στάδιο, βαθμίδα, το βήμα, σταδίου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возрождение στα ελληνικά - αναγέννηση, αναβίωση, επιστροφή, αναζωογόνηση, γέννα, γέννηση, ανανέωση, ...
- вязкий στα ελληνικά - κολλώδης, ανυποχώρητος, κολλητικός, επίμονος, ελώδης, γλοιώδης, ιξώδης, ...
- глупый στα ελληνικά - μουντός, παράλογος, χαζός, πληκτικός, αθώος, κουτός, βαρετός, ...
- гривенник στα ελληνικά - κέρμα, δεκάρα, δεκάρας, δεκαρών, δεκάρα για, dime
Τυχαίες λέξεις
Ступить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πατημασιά, διάβημα, εισέρχομαι, τσαλαπατώ, βηματίζω, πηγαίνω, μπαίνω, βήμα, στάδιο, βαθμίδα, το βήμα, σταδίου
Μεταφράσεις: πατημασιά, διάβημα, εισέρχομαι, τσαλαπατώ, βηματίζω, πηγαίνω, μπαίνω, βήμα, στάδιο, βαθμίδα, το βήμα, σταδίου