Λέξη: τσιγκουνεύομαι

Συνώνυμα: τσιγκουνεύομαι

περιστέλλω, περιορίζω

Μεταφράσεις: τσιγκουνεύομαι

τσιγκουνεύομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
skimp, stint

τσιγκουνεύομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escatimar, escasear, limitación, stint, temporada, restricción, estadía, tanda

τσιγκουνεύομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeit, aufgabe, pensum, strandläufer, sparen, Stint, Pensum, Abstecher, Gastspiel

τσιγκουνεύομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réduction, restreindre, borner, respecter, restriction, ménager, délimiter, limiter, liarder, limitation, limite, rétrécir, lésiner, circonscription, épargner, économiser, besogne assignée, passage, relais, travail assigné

τσιγκουνεύομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lesinare, stint, periodo di lavoro, stint di, parte di gara

τσιγκουνεύομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
restrição, limite, stint, passagem, temporada

τσιγκουνεύομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stint, spaarzaam, stint van

τσιγκουνεύομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предел, ущемление, граница, ограничение, экономить, скупиться, урезывать, скупились, скупится, скупятся

τσιγκουνεύομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stint, periode, massasjefasilitetene

τσιγκουνεύομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snålhet, stint, snåla, stinten

τσιγκουνεύομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kitsastella, supistaa, pihistää, hutiloida, urakka, aika, pihdata, työjakso, stint, pihistellä, nuukailla, työrupeama

τσιγκουνεύομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tørn, stint

τσιγκουνεύομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mez, omezovat, omezení, škudlit, omezit, skrblit, hranice, šetřit, penzum, stint, období ve, příděl

τσιγκουνεύομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skąpić, ograniczać, oszczędzać, okres, ograniczyć, żałować, skracać, obcinać, ograniczenie, poskąpić, norma, przejazd, stint

τσιγκουνεύομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megszorítás, megszorít, etapban, kitérő

τσιγκουνεύομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölçü, stint, had, az vermek

τσιγκουνεύομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обмеження

τσιγκουνεύομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kufizoj, kufizim, masë, masë e, turn

τσιγκουνεύομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ограничение, спирам, ограничавам се, ограничавам, престой, работата му

τσιγκουνεύομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абмежаванне, абмежаваньне, абмежаванні

τσιγκουνεύομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tööülesanne, viivitus, ihnutsema, Pihistellä, lühiaegset, boksipeatust

τσιγκουνεύομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
štedjeti, davanje, ograničenje, ograničiti, surađivao, stega, rad koji treba završiti u datom roku

τσιγκουνεύομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stopp, Stint

τσιγκουνεύομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šykštauti, pašykštėti, stint, Skopoties, šykštėti

τσιγκουνεύομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skopoties, darba daudzums

τσιγκουνεύομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
престој, несогласувањата, ангажман, мандат, предава

τσιγκουνεύομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
restricție, stagiu, stagiu de, stint, perioada petrecuta

τσιγκουνεύομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stáž, Omejiti

τσιγκουνεύομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stáž, penzum
Τυχαίες λέξεις