Стык στα ελληνικά
Μετάφραση: стык, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοψίδι, κουτουλώ, διασταύρωση, όριο, άρθρωση, γόμφος, σύνορο, κοινός, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиачасть στα ελληνικά - μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
- вертел στα ελληνικά - φτύνω, πτύω, σούβλα, σούβλας, φτύνουν, φτύσιμο, οβελός
- воздвигаться στα ελληνικά - εγείρομαι, προκύπτω, ανεγερθεί, ανεγέρθηκε, στήθηκε, χτίστηκε, στηθεί
- драек στα ελληνικά - draek
Τυχαίες λέξεις
Стык στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοψίδι, κουτουλώ, διασταύρωση, όριο, άρθρωση, γόμφος, σύνορο, κοινός, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών
Μεταφράσεις: κοψίδι, κουτουλώ, διασταύρωση, όριο, άρθρωση, γόμφος, σύνορο, κοινός, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών