Λέξη: επιχειρηματίας

Σχετικές λέξεις: επιχειρηματίας

επιχειρηματίας κωνσταντίνος λευκαρίτης, επιχειρηματίας αυτοπυροβολήθηκε στο κέντρο του ηρακλείου, επιχειρηματίας γιάννης κωνσταντινίδης, επιχειρηματίας της χρονιάς 2013, επιχειρηματίας γιώργος πολίτης, επιχειρηματίας άφησε έγκυο τηλεπαρουσιάστρια και εξαφανίστηκε, επιχειρηματίας της χρονιάς, επιχειρηματίας άκης λευκαρίτης, επιχειρηματίας ανέβασε στο facebook ροζ βίντεο με γνωστό μοντέλο, επιχειρηματίας τάκης παυλάκης

Συνώνυμα: επιχειρηματίας

χειριστής, διαχειριστής, τηλεφωνητής

Μεταφράσεις: επιχειρηματίας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
entrepreneur, businessman, businesswoman, operator, a businesswoman
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empresario, hombre de negocios, negocios, de negocios, businessman
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
existenzgründer, unternehmer, Geschäftsmann, Unternehmer, Kaufmann, Geschäfts
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entrepreneur, homme d'affaires, affaires, d'affaires, homme affaires, businessman
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
uomo d'affari, affari, d'affari, imprenditore, businessman
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empresário, Homem de negócios, de negócios, Homem de negócios que, businessman
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zakenman, zaken, zaken man, ondernemer, zakenman die
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предприниматель, антрепренер, бизнесмен, бизнесмена, бизнесменом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forretningsmann, forretnings, forretningsmannen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
affärsman, affärsman som, affärs, företagare, affärsmannen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yrittäjä, yksityisyrittäjä, liikemies, elämä liikemies, businessman
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forretningsmand, forretningsmænd, businessman, forretningsmanden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podnikatel, obchodník, businessman, podnikatele
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedsiębiorca, handlowiec, biznesmen, businessman, biznesmena, biznes
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
impresszárió, üzletember, üzletembernek, businessman
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işadamı, iş, iş adamı, bir işadamı, businessman
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
антрепренер, підприємець, бізнесмен, бізнесмена
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
biznesmen, biznesmen i, biznesmeni, tregtar, afarist
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бизнесмен, бизнесмена, бизнесменът, търговец
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бізнэсмэн, бізнесмен, бізнэсовец, бізнэсмен, прадпрымальнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ettevõtja, ärimees, ärimehe, ärimehele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poduzetnikom, poduzetnik, biznismen, poslovni, poslovni čovjek, poslovan
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kaupsýslumaður, viðskiptajöfur, viðskiptamaður
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
verslininkas, businessman, verslininko, verslininkai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
biznesmenis, uzņēmējs, businessman, uzņēmējam
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бизнисмен, бизнисменот, бизнисмени
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
om de afaceri, afaceri, de afaceri, omul de afaceri, afacerist
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poslovnež, poslovnez, poslovneža, podjetnik
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podnikateľ, businessman, obchodník

Στατιστικά δημοτικότητας: επιχειρηματίας

Τυχαίες λέξεις