Όριο στα ρωσικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стык, граница, черта, кордон, рубеж, межа, предел, ограничения по, лимит, предела
Όριο στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας ρωσικά, όριο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα ρωσικά - склонность, аппетит, желание, охота, аппетита, аппетиты, аппетитом
  • όρθιος στα ρωσικά - стоящий, пианино, неподвижный, стаж, стан, стационарный, установленный, ...
  • όρκος στα ρωσικά - поклясться, ругательство, ругательный, клятва, божба, обет, клясться, ...
  • όρος στα ρωσικά - подняться, множество, окантовка, масса, предостережение, предел, паспарту, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: стык, граница, черта, кордон, рубеж, межа, предел, ограничения по, лимит, предела