Субстанция στα ελληνικά
Μετάφραση: субстанция, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аэролак στα ελληνικά - ντοπάρω, ναρκωτικό, βερνίκι, DOPE, ναρκωτικές ουσίες, πρόσμιξης νόθευσης
- бензохранилище στα ελληνικά - δεξαμενή, benzohranilische
- дебетовать στα ελληνικά - χρέωση, χρεωστική, χρεωστικές, χρεωστικής, χρεωστικών
- детский στα ελληνικά - των παιδιών, Παιδική, παιδικά, παιδιών, παιδικών
Τυχαίες λέξεις
Субстанция στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες
Μεταφράσεις: ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες