Λέξη: λιπαρός

Σχετικές λέξεις: λιπαρός

λιπαρός αρχαία

Συνώνυμα: λιπαρός

ελαιώδης, λαδερός, λαδωμένος, παχύς, λιπώδης, γλοιώδης, μαλακός

Μεταφράσεις: λιπαρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
greasy, fatty, oily, unctuous, tallowy
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
graso, pingüe, gordo, craso, grasiento, untuoso, mugriento, grasos, grasa, graso de, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmierig, speckig, fettig, schlüpfrig, fett, schmalzig, fett-, Fett-, fetthaltig
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
poisseux, boulot, rebondi, gras, graisseux, adipeux, grasse, gras de, gras en
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
untuoso, unto, grasso, adiposo, grassi, grassa, grasse
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
graxa, gordo, gorduroso, gordura, gordos, graxos, graxo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vet, vettig, vette, vetzuren, vettige
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
засаленный, скользкий, жирный, промасленный, немытый, непристойный, елейный, слащавый, сальный, приторный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fettet, fettstoffer, fatty, fet, fett, fettsyre
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fet, fettsyra, fett, fetts
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rasvainen, rasva, rasvahappojen, rasva-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fed, fedtet, fede, fedtholdige, fedtsyre, fedtstof
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mastný, zamaštěný, tučný, mastných, mastné, mastná, mastnou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brudny, mazisty, tłusty, natłuszczony, zatłuszczony, tłuszczowy, tłuszczowych, tłuszczowego, tłuszczowe, tłuszczowym
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsírpecsétes, csúszós, olajfoltos, zsíros, zsírsav, zsírsavak
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yağlı, yağ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ковзкий, масний, слизький, сальний, жирний, жирової, жировий, жировій, жировою, жирового
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i yndyrshëm, yndyror, yndyrore, yndyrshëm, të yndyrshëm
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мастен, мастни, мастна, на мастни, мастната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тлушчавай, тлушчавы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rasvane, võidunud, rasvhapete, rasvhappe, rasvaste, rasvhapped
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
masne, masna, masnih, masnog, masni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
feitur, fitusýrum, fitusýru, fitusýra, fitusýrur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
riebus, riebalinis, riebalų, riebiųjų, riebiosios
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tauku, taukskābju, taukskābes, trekna, taukainu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
масни, масните, мрсна, масна, на масните
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gras, grași, grasi, grase, grasă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maščobnih, maščobna, maščobne, maščobni, maščobno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mastný, mazľavý, mastné
Τυχαίες λέξεις