Субъект στα ελληνικά
Μετάφραση: субъект, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δείγμα, αντικείμενο, θέμα, ατομικός, υποκείμενο, συνάδελφος, δακτυλογραφώ, άνθρωπος, συμβαλλόμενος, άτομο, είδος, άντρας, τύπος, υπήκοος, παρέα, πρόσωπο, υπόκεινται, υπόκειται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биопсия στα ελληνικά - βιοψία, Η βιοψία, βιοψίας, βιοψία του, της βιοψίας
- благоприятный στα ελληνικά - ευοίωνος, πανηγύρι, επίκαιρος, δίκαιος, ευμενής, τυχερός, καλοκάγαθος, ...
- выдаваться στα ελληνικά - εξέχω, βλέμμα, φαίνομαι, εμφάνιση, προβάλλω, συμβαίνω, διαδραματίζω, ...
- вышивка στα ελληνικά - κέντημα, κεντήματα, κεντήματος, κεντημάτων, κεντητική
Τυχαίες λέξεις
Субъект στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δείγμα, αντικείμενο, θέμα, ατομικός, υποκείμενο, συνάδελφος, δακτυλογραφώ, άνθρωπος, συμβαλλόμενος, άτομο, είδος, άντρας, τύπος, υπήκοος, παρέα, πρόσωπο, υπόκεινται, υπόκειται
Μεταφράσεις: δείγμα, αντικείμενο, θέμα, ατομικός, υποκείμενο, συνάδελφος, δακτυλογραφώ, άνθρωπος, συμβαλλόμενος, άτομο, είδος, άντρας, τύπος, υπήκοος, παρέα, πρόσωπο, υπόκεινται, υπόκειται