Судебный στα ελληνικά
Μετάφραση: судебный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαστικός, δικανικός, νόμιμος, δικαστική, δικαστικής, δικαστικών, δικαστικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аристотелевский στα ελληνικά - αριστοτελική, Αριστοτέλειο, Αριστοτελείου, Αριστοτέλειου, αριστοτελικό
- боцман στα ελληνικά - λοστρόμος, boatswain, λοστρόμο, ναύκληρος, ναυκληρός
- дезодоратор στα ελληνικά - αποσμητικό, αποσμητή, αποσμητής, αποσμήσεως, deodorizer
- жертвовательница στα ελληνικά - ευεργέτιδα, ευεργέτιδας
Τυχαίες λέξεις
Судебный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαστικός, δικανικός, νόμιμος, δικαστική, δικαστικής, δικαστικών, δικαστικές
Μεταφράσεις: δικαστικός, δικανικός, νόμιμος, δικαστική, δικαστικής, δικαστικών, δικαστικές