Суетиться στα ελληνικά

Μετάφραση: суетиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φασαρία, ταραχή, αναστάτωση, κόπο, θόρυβο, θόρυβος
Суетиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вице-консул στα ελληνικά - υποπρόξενο, υποπρόξενος, υποπρόξενου, ανθύπατος, ανθύπατο
  • выживать στα ελληνικά - επιζώ, τράβηγμα, αντικαθιστώ, τραβώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, ...
  • гормон στα ελληνικά - ορμόνη, ορμόνης, ορμονών, ορμόνες, αυξητικής
  • забой στα ελληνικά - αντικρίζω, πρόσωπο, αντιμετωπίζω, κύρος, σφαγή, σφαγής, τη σφαγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Суетиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φασαρία, ταραχή, αναστάτωση, κόπο, θόρυβο, θόρυβος