Λέξη: στάσιμος

Σχετικές λέξεις: στάσιμος

στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός

Συνώνυμα: στάσιμος

ακίνητος, σταθερός

Μεταφράσεις: στάσιμος

στάσιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stagnant, stationary, stagnating, stagnated, standing still

στάσιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estacionario, inmóvil, parado, estacionaria, fijo

στάσιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stockend, stillstehend, stationär, stationären, stationäre, ortsfesten, stationärer

στάσιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
stagnant, oisif, stationnaire, fixe, postal, arrêt, immobile

στάσιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stazionario, fermo, stazionaria, fisso, fissi

στάσιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estacionário, estacionária, parado, papelaria, fixa

στάσιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stationair, stilstaand, stationaire, stilstaande, vaste

στάσιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бездействующий, бездеятельный, вялый, стоячий, застоявшийся, застойный, тупой, затхлый, косный, инертный, стационарный, стационарные, стационарная, стационарной, стационарное

στάσιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stasjonær, stasjonære, stasjonært, stille, stillestående

στάσιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stationär, stationärt, stationära, stillastående, stilla

στάσιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liikkumaton, kiinteä, paikallaan, kiinteät, paikoillaan

στάσιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stationære, stationær, stationært, stille, holder stille

στάσιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nečinný, stacionární, stojícím, v klidu, stacionárních, stojícího

στάσιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
martwy, stacjonarny, nieruchomy, stacjonarne, stacjonarna, stacjonarnych

στάσιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
stagnáló, mozdulatlan, helyhez kötött, helyhez, stacionárius, stacioner

στάσιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sabit, durağan, hareketsiz, sabit bir, kırtasiye

στάσιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бездіяльний, тупий, тупій, стоячий, відсталий, стаціонарний, Стаціонарні

στάσιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i palëvizshëm, në prehje, stacionare, palëvizshme, të palëvizshme

στάσιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неподвижен, стационарна, неподвижно, стационарни, стационарен

στάσιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стацыянарны

στάσιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagurlik, statsionaarne, statsionaarse, seisva, statsionaarsete, statsionaarsed

στάσιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustajao, nepokretan, stacionaran, mjesni, stacionarni, stacionarna

στάσιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kyrrstöðu, kyrrstætt, í kyrrstöðu, kyrrstæður, kyrr

στάσιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stacionarinis, stacionarus, stacionarių, stacionarūs, nejuda

στάσιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stāvošs, stacionārs, nekustīgs, stacionārais, stacionāro, stacionārie

στάσιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стационарни, стационарен, неподвижна, стационарна, фиксните

στάσιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
staționar, staționare, staționară, stationare, stationare de

στάσιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stacionarna, mirovanju, stacionarni, miruje, stacionarne

στάσιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stacionárne, stacionárny, stále, stacionárnej, stacionárna
Τυχαίες λέξεις