Λέξη: χώμα

Σχετικές λέξεις: χώμα

χώμα για κήπους, χώμα για κάκτους, χώμα ονειροκριτης, χώμα στα αγγλικά, χώμα και νερό (1999), χώμα για ορχιδέες, χώμα για γκαζόν, χώμα όνειρο, χώμα τιμή, χώμα ελληνικό

Συνώνυμα: χώμα

βρωμιά, σκόνη, ακαθαρσία, βρώμα, ρύπος, έδαφος, λέρα, γη, βυθός, βάση, άλεση, αιτία

Μεταφράσεις: χώμα

χώμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
earth, soil, ground, dirt, the soil

χώμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tierra, suelo, del suelo, suelos, terreno

χώμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erdung, masse, welt, erde, erden, Boden, Erde, Erdreich, Bodens

χώμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sol, monde, tanière, terrain, terre, fonds, terroir, sols, le sol

χώμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mondo, terra, terreno, suolo, del suolo, del terreno

χώμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solo, terra, sério, chão, do solo, solos, de solo

χώμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bodem, land, aanaarden, aardrijk, aarde, grond, de bodem, de grond

χώμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грунт, почва, земля, заземление, заземлять, заземлить, суша, почвы, почв, почву

χώμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jord, jorda, jorden, jordsmonn

χώμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jorden, jord, mark, marken

χώμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kamara, maa, maapallo, kolo, maaperä, multa, pesäkolo, maaperän, maaperään, maaperässä, maaperää

χώμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jord, land, jorden, jordbunden, jordens, jordbund

χώμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zem, zemina, země, hlína, svět, půda, půdy, půdní, půdě

χώμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
świat, uziemiać, uziom, ziemia, uziemienie, gleba, grunt, gleby, glebie

χώμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
föld, földelés, talaj, talajban, a talaj, talajt, talajba

χώμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toprak, kir, zemin, toprağın

χώμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ґрунт, суша, земля, грунту, ґрунту, грунти, ґрунти

χώμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
toka, tokë, dhe, tokës, e tokës, dheut

χώμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
земя, почва, почвата, на почвата, почвите, на почвите

χώμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зямля, глебы

χώμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maandama, maa, maandus, maailm, muld, mulla, pinnase, mulda, pinnas

χώμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zemni, uzemljenje, zemlja, tlo, tla, tlu, zemljišta

χώμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jörð, jarðvegi, jarðvegur, jarðveg, jarðvegs, jarðvegurinn

χώμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tellus, terra, humus

χώμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sausuma, žemė, dirvožemis, dirvožemio, dirvos, dirvožemį, dirvožemyje

χώμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
augsne, zeme, cietzeme, sauszeme, augsnes, augsni, augsnē, grunts

χώμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
земја, земјата, почвата, почва, на почвата

χώμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pământ, sol, solului, a solului, solul, solurilor

χώμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tal, tla, zemlja, zemlje, prsti

χώμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pôda, pôdy, pôdu, povala, plocha

Στατιστικά δημοτικότητας: χώμα

Τυχαίες λέξεις