Суфлировать στα ελληνικά

Μετάφραση: суфлировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποκινώ, γρήγορος, ωθώ, suflirovat
Суфлировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • администрирование στα ελληνικά - κυβέρνηση, διοίκηση, διοικητικός, χορήγηση, διαχείριση, χορήγησης, διοίκησης
  • альбион στα ελληνικά - Albion, Μπρομ, Άλμπιον
  • аорта στα ελληνικά - αορτή, αορτής, της αορτής, την αορτή
  • вайя στα ελληνικά - φύλλο, θαλλών, θαλλού, θαλλό
Τυχαίες λέξεις
Суфлировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποκινώ, γρήγορος, ωθώ, suflirovat