Сцепиться στα ελληνικά
Μετάφραση: сцепиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δραστηριοποιούμαι, αρπάζομαι, παλεύω, αρπαγή, αρπάζω, πιάσιμο, καταπιάνονται, παλεύουν
Μεταφράσεις
- абдуктор στα ελληνικά - απαγωγέας, απαγωγέα, του απαγωγέα, τον απαγωγέα, δυνατότητας του απαγωγέα
- бал-маскарад στα ελληνικά - χορός μεταμφιεσμένων, χορό μεταμφιεσμένων, χορός μεταμφιεσμένων που είναι, χορός μεταμφιεσμένων που
- высасывание στα ελληνικά - εξάντληση, εξάντλησης, ανάλωση, αναλώσεως, ανάλωσης
- готовить στα ελληνικά - εκπαιδεύω, προκρίνομαι, κάνω, αμαξοστοιχία, μάγειρας, τρένο, μαγειρεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Сцепиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δραστηριοποιούμαι, αρπάζομαι, παλεύω, αρπαγή, αρπάζω, πιάσιμο, καταπιάνονται, παλεύουν
Μεταφράσεις: δραστηριοποιούμαι, αρπάζομαι, παλεύω, αρπαγή, αρπάζω, πιάσιμο, καταπιάνονται, παλεύουν