Счетоводство στα ελληνικά
Μετάφραση: счетоводство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барахтаться στα ελληνικά - παραπαίω, αγωνίζομαι, ψωμάκι, κυλώ, παραδέρνω, αγώνας, κύλινδρος, ...
- германец στα ελληνικά - Τευτώνας, Τευτών, Γερμανός, Teuton, Τευτόνων
- глухарь στα ελληνικά - κόκορας, πετεινός, αγριόκουρκους, αγριόκουρκο, αγριοκούρκος, αγριόκουρκος, αγριόκουρκου
- дошкольный στα ελληνικά - προσχολικός, προσχολική, προσχολικής, προσχολικής ηλικίας, παιδιά προσχολικής
Τυχαίες λέξεις
Счетоводство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
Μεταφράσεις: λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά