Считывать στα ελληνικά
Μετάφραση: считывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβάλλω, καρέ, σταματώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάσει, διαβάστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесчестить στα ελληνικά - βρίζω, δυσμένεια, λοιδορία, καταχρώμαι, κατάχρηση, ατιμία, ντροπή, ...
- ватерлоо στα ελληνικά - Βατερλώ, Waterloo, Βατερλό, Waterloo του, το Waterloo
- вожак στα ελληνικά - αρχηγός, ξεναγός, ξεναγώ, οδηγός, καθοδηγώ, ηγέτης, πετεινός, ...
- диктограф στα ελληνικά - dictograph
Τυχαίες λέξεις
Считывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβάλλω, καρέ, σταματώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάσει, διαβάστε
Μεταφράσεις: παραβάλλω, καρέ, σταματώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάσει, διαβάστε