Λέξη: θεσπέσιος

Σχετικές λέξεις: θεσπέσιος

θεσπέσιος συνώνυμα

Μεταφράσεις: θεσπέσιος

θεσπέσιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
divine, beauteous, exquisite, delightful, delicious

θεσπέσιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
divino, adivinar, eclesiástico, hermoso, bello, bella, beauteous

θεσπέσιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
göttlich, geistliche, priester, pfarrer, geistlich, wunderschön, beauteous

θεσπέσιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annoncer, deviner, spirituel, présager, ecclésiastique, divin, pressentir, augurer, prêtre, beau, beauteous

θεσπέσιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divino, bello poetico, beauteous, begli

θεσπέσιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eclesiástico, divino, belo, bela, beauteous, formosa, formoso

θεσπέσιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geestelijke, goddelijk, schoon, beauteous, schoone

θεσπέσιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
божеский, пророческий, небесный, божий, божественный, прекрасный

θεσπέσιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
guddommelig, skjønne, beauteous

θεσπέσιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
präst, gudomlig, spå, beauteous, sköna, fagra

θεσπέσιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jumalallinen, jumalainen, armoitettu, pappi, beauteous, kauneuden

θεσπέσιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skønne, beauteous, yndige, skjønne

θεσπέσιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uhádnout, duchovní, předpovídat, kněz, božský, hádat, předvídat, vytušit, překrásný, lepý, lepá

θεσπέσιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgadywać, boży, boski, przepowiadać, domyślać, duchowny, piękny, cudny, beauteous, jakże piękne, śliczny

θεσπέσιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szépséges, gyönyörű, drogéria Floriterápia haloterápia hidromaszázs, szépségszalon, beauteous

θεσπέσιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanrısal, beauteous, GÜZELLİKLE, Güzellikle dolu bir, Güzellikle dolu

θεσπέσιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пророчий, божественний, прекрасний, чудовий, прекрасне, чудового, красивий

θεσπέσιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i këndshëm, i bukur, beauteous, mrekulleshëm, të mrekulleshëm

θεσπέσιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прелестен, красив, прекрасен, Преславно, прелестна

θεσπέσιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выдатны, цудоўны, прыгожы, прекрасный

θεσπέσιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taevaisa, jumalik, jumal, taevalik, beauteous

θεσπέσιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
božanski, lijep

θεσπέσιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beauteous

θεσπέσιος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
divinus

θεσπέσιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Gražus, Jaukūs, Cudny, Gili, Śliczny

θεσπέσιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dievišķīgs, skaists, daiļš

θεσπέσιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
убавицата, прелепа, лепа

θεσπέσιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
divin, beauteous

θεσπέσιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Lep

θεσπέσιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
boží, božský, nádherný, prekrásny
Τυχαίες λέξεις