Терпимый στα ελληνικά
Μετάφραση: терпимый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεκτός, επιεικής, υποφερτός, ανεκτικός, μακρόθυμος, ανεκτό, ανεκτά, ανεκτή, ανεκτού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- втягивающийся στα ελληνικά - ανασυρόμενη, αναδιπλούμενη, εισελκόμενη, ανασυρόμενο, ανασυρόμενος
- выкладываться στα ελληνικά - ξαπλώνω, κοσμικός, στρώνω, θέσει, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, ...
- двухлетний στα ελληνικά - διετής, ανά διετία, διετή, διετούς, διετείς
- женщина-летчик στα ελληνικά - γυναίκα πιλότο
Τυχαίες λέξεις
Терпимый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεκτός, επιεικής, υποφερτός, ανεκτικός, μακρόθυμος, ανεκτό, ανεκτά, ανεκτή, ανεκτού
Μεταφράσεις: ανεκτός, επιεικής, υποφερτός, ανεκτικός, μακρόθυμος, ανεκτό, ανεκτά, ανεκτή, ανεκτού