Тиски στα ελληνικά
Μετάφραση: тиски, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπάζω, σφίγγω, κράτημα, κακία, κλώσημα, συσφίγγω, φτιάχνω, ανηθικότητα, λαβή, πιάνω, απομόνωση, μάγγαινα, vise, μέγγενη, μέγκενη, μέγγενης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аморальность στα ελληνικά - ανηθικότητα, ανηθικότητας, την ανηθικότητα, η ανηθικότητα, της ανηθικότητας
- аэросани στα ελληνικά - snowmobile, μηχανών χιονοκίνησης, οχημάτων για το χιόνι, με snowmobile, σκούτερ χιονιού
- вышивать στα ελληνικά - ραφή, κεντώ, ράβω, κεντούν, κεντήσω, κεντήσουν, embroider
- завладеть στα ελληνικά - κατάσχω, καταλαμβάνω, να αναλάβει, να αναλάβουν, για να αναλάβει, να αναλάβει την, ανάληψης
Τυχαίες λέξεις
Тиски στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπάζω, σφίγγω, κράτημα, κακία, κλώσημα, συσφίγγω, φτιάχνω, ανηθικότητα, λαβή, πιάνω, απομόνωση, μάγγαινα, vise, μέγγενη, μέγκενη, μέγγενης
Μεταφράσεις: αρπάζω, σφίγγω, κράτημα, κακία, κλώσημα, συσφίγγω, φτιάχνω, ανηθικότητα, λαβή, πιάνω, απομόνωση, μάγγαινα, vise, μέγγενη, μέγκενη, μέγγενης