Λέξη: νονός
Σχετικές λέξεις: νονός
νονός του βρώμικου, νονός ονειροκρίτης, νονός 3, νονός για πρώτη φορά, νονός της unicef, νονόσ τησ νύχτασ, νονός 1, νονός υποχρεώσεις, νονός 2, νονός βάπτιση
Συνώνυμα: νονός
ανάδοχος
Μεταφράσεις: νονός
νονός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
godfather, The Godfather, godfather of
νονός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
padrino, Godfather, el padrino, padrino de, del padrino
νονός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pate, taufpate, Pate, Patenonkel, Paten, Taufpate
νονός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parrain, le parrain, parrain de, de parrain, godfather
νονός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
padrino, Godfather, compare, Nomi padrino, il padrino
νονός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
padrinho, Godfather, Poderoso Chefão, do padrinho, o padrinho
νονός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naamgever, peetvader, peter, peet, peetoom, godfather
νονός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
восприемник, дать, крестный отец, крестный, крестным отцом, крестного отца, крестным
νονός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gudfar, godfather, gudfaren, Gudfars, Ander om gudfar
νονός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gudfader, Gudfaderns, gudfadern, Godfather, gudfar
νονός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kummisetä, Godfather, kummisetänsä, kummi
νονός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
godfather, gudfar, fadder, gudfader, The Godfather
νονός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kmotr, kmotrem, kmotra, duchovní otec
νονός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ojciec chrzestny, kum, ojcem chrzestnym, ojca chrzestnego, chrzestnym
νονός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keresztapa, keresztapja, keresztapám, keresztapját, a keresztapja
νονός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vaftiz babası, godfather, Baba, The Godfather, vaftiz
νονός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хрещений батько, Крещений батько, хрещеного батька, хрещений батька, хрещеним батьком
νονός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kumbar, nun, kumbarit, godfather, kumbarit të, kumbarë
νονός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кръстник, кръстника, кръстникът, кръстник на, кръстника на
νονός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хросны, хрэсны, Крыжовы, крыжавы, Крестный
νονός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ristiisa, Godfather, ristiisaks, ristiisale
νονός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kum, kuma, krsni kum, kumom
νονός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Godfather, guðfaðir, Skírnarvottur ís, skírn
νονός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krikštatėvis, Godfather, krikštatėviu, krikštatėvio, krikštatėvį
νονός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krusttēvs, Godfather, krusttēvu, krusttevs
νονός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кумот, кум, кумството, кумови
νονός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
na, naş, naș, nașul, Godfather, nasul, nas
νονός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
boter, botra, Godfather, krstni boter, botri
νονός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kmotor, Kmotr, krstný otec, krstný, kmotra
Στατιστικά δημοτικότητας: νονός
Τυχαίες λέξεις