Торкретирование στα ελληνικά
Μετάφραση: торкретирование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφράγισμα, γέμισμα, χορταστικός, εξομάλυνση, εξομάλυνσης, λείανση, εξομαλύνσεως, λείανσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аматол στα ελληνικά - αματόλη
- ассириец στα ελληνικά - ασσυριακός, Ασσυρίων, Ασσυριακά, ασσυριακή, ασσυριακής
- восхищенный στα ελληνικά - ενθουσιασμένος, ευχαριστημένος, ευτυχής, ευχάριστη θέση, στην ευχάριστη, στην ευχάριστη θέση
- выбривать στα ελληνικά - ξυρίζομαι, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ξυρίσουν
Τυχαίες λέξεις
Торкретирование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφράγισμα, γέμισμα, χορταστικός, εξομάλυνση, εξομάλυνσης, λείανση, εξομαλύνσεως, λείανσης
Μεταφράσεις: σφράγισμα, γέμισμα, χορταστικός, εξομάλυνση, εξομάλυνσης, λείανση, εξομαλύνσεως, λείανσης