Λέξη: λεονταρισμοί

Σχετικές λέξεις: λεονταρισμοί

λεονταρισμοί ερντογάν απειλεί να εκτελέσει τον οτσαλάν

Μεταφράσεις: λεονταρισμοί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bravado, blustering
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
valentía, fanfarrón, blustering, jactancioso, fanfarroneando, jactanciosa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
polternd, polternden, braus, blustering, polternde
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bravade, fanfaron, fanfaronnades, fanfaronne, tapageur, fanfaronnade
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infuriato, impetuoso, blustering, spaccone, tempestoso
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estrondoso, blustering, vociferante, fanfarrão, fanfarronada
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bulderende, blustering, brallende
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ухарство, бравада, бушующий
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
braut, brautende, blustering
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stormig
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
blustering
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
buldrende, blustering, bralrende
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bouření
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ryzykanctwo, zuchwałość, brawura, junacki
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
virtuskodás, nagyszájú, hangoskodó, zúg, hetvenkedik
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
blustering, savuruyorlardı, yaygaracı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бравада, бурхливий, бушує, що бушує, вирує, що вирує
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
blustering, furishme, e furishme
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
blustering
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бушуючы, бушуе, што бушуе, які бушуе, сусветны фінансавы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uljaspäisus, bravuur, blustering
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
blustering
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blustering
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siautėjo, Junacki
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blustering
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подбивање
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gălăgios, furtunoasă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pleteničil
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bouření, búrenie
Τυχαίες λέξεις