Торопливость στα ελληνικά
Μετάφραση: торопливость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπεύδω, βιασύνη, βιάζομαι, σπουδή, η βιασύνη, εσπευσμένης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алкоголь στα ελληνικά - πίνω, πνεύμα, ποτό, αλκοόλ, οινόπνευμα, αλκοόλη, αλκοόλης, ...
- взбунтоваться στα ελληνικά - κλοτσώ, εξέγερση, ανταρσία, ανταρσίας, στάση, την ανταρσία, εξέγερσης
- вздох στα ελληνικά - αναστεναγμός, αναπνοή, αναστενάζω, ανάσα, στεναγμός, αναστεναγμό, στεναγμό
- директорат στα ελληνικά - Διεύθυνση, Διεύθυνσης, διευθύνσεως, Διευθυνση, ΓΔ
Τυχαίες λέξεις
Торопливость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπεύδω, βιασύνη, βιάζομαι, σπουδή, η βιασύνη, εσπευσμένης
Μεταφράσεις: σπεύδω, βιασύνη, βιάζομαι, σπουδή, η βιασύνη, εσπευσμένης