Λέξη: κουμπί
Σχετικές λέξεις: κουμπί
κουμπί για ηλικιωμένους, κουμπί πανικού για ηλικιωμένους, κουμπί wps, κουμπί έναρξης windows 8, κουμπί του microsoft office, κουμπί iphone, κουμπί ιλίσια, κουμπί έναρξης στα windows 8, κουμπί έκτακτης ανάγκης, κουμπί πανικού
Συνώνυμα: κουμπί
καρφίτσα, πόρπη, καρφίτσα κόσμημα, κόπτσα, σφίξιμο, κομβίο
Μεταφράσεις: κουμπί
κουμπί στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stud, button, key, button on, button to, knob
κουμπί στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
botón, abrochar, abotonar, botón de, el botón, tecla, botón del
κουμπί στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stift, zuknöpfen, kettensteg, spike, klitoris, buckel, manschettenknopf, kragenknopf, bolzen, kitzler, niete, taste, hengst, brücke, niet, stehbolzen, Schaltfläche, Taste, Knopf
κουμπί στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étalon, boutonner, clouter, bouton, agrafer, clou, touche, clitoris, poussoir, crampon, le bouton, la touche, bouton de
κουμπί στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tasto, bottone, pulsante, pulsante di, il pulsante
κουμπί στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
butão, tecla, abotoar, botão, botão de, o botão, boton
κουμπί στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drukknop, dichtknopen, knoop, knop, toets, button
κουμπί στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кнопка, обвязка, пуговица, штифт, шип, подбородок, конюшня, королек, обсевать, почка, застегиваться, застегнуть, обивать, пристегнуть, стояк, пристегивать, кнопку, кнопки, клавишу
κουμπί στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stutteri, knapp, knappen, knappen for
κουμπί στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knäppa, knapp, knappen, knappen för
κουμπί στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ori, nuppi, nappi, siitosori, näppäin, painiketta, -painiketta, painike
κουμπί στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knap, knappen, tasten, knappen for
κουμπί στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zapnout, hřeb, cvok, knoflík, tlačítko, zapínat, tlačítka
κουμπί στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
guzik, spinka, słupek, gałka, guz, stadnina, dopinać, usiać, zapinać, ćwiek, słup, przycisk, siać, kolczyk, stojak, przycisku, button
κουμπί στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mén, szeg, álló-tag, ászokcsavar, bakancsszeg, faoszlop, láncpecek, járomfa, gomb, oszlopfa, versenyistálló, jancsiszeg, szegecs, szobamagasság, lécezet, rúdfa, gombot, gombra, gombbal
κουμπί στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düğme, dılak, klitoris, bızır, ilik, düğmesine, düğmesi, düğmesini, düğmesine basın
κουμπί στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брунька, підборіддя, кнопка, застебнути, стайня, ґудзик, усипати, запонка, защібати, косяк, кнопку, клавіша, кнопки
κουμπί στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pullë, follë, kopsë, pulla, buton, butonin, button, butonin e, butoni
κουμπί στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
роговица, клитор, бутон, бутона, бутон за, бутона за
κουμπί στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гузiк, кнопка
κουμπί στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tihvt, tikkpolt, naast, nupp, nööp, nuppu, nupule, nupu
κουμπί στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pastuh, kapsula, kapisla, dugme, puce, gumb, tipku, tipka, gumb za
κουμπί στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hnappur, hnappinn, takkann, á hnappinn, hnapp
κουμπί στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
saga, varputė, mygtukas, klavišas, mygtuką, mygtuko, mygtukà
κουμπί στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
poga, pogu, taustiņu, pogas
κουμπί στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
копчето, копче, го копчето, копче за, копче на
κουμπί στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
buton, nasture, butonul, butonului, butonul de, pe butonul
κουμπί στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tlačilko, gumb, Tipka, gumb za, tipko, gumba
κουμπί στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plemenný, cvoček, tlačidlo, tlačítko, položku, tlačidla