Λέξη: σιγοβράζω

Συνώνυμα: σιγοβράζω

ανησυχώ

Μεταφράσεις: σιγοβράζω

σιγοβράζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
simmer, stew

σιγοβράζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hervir, hervir a fuego lento, fuego lento, simmer, cocine a fuego lento, a fuego lento

σιγοβράζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kochen, sieden, garen, köcheln, köcheln lassen

σιγοβράζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frémir, mijoter, bouillir, laisser mijoter, ébullition, mijotage, de mijotage

σιγοβράζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bollore, sobbollire, cuocere a fuoco lento, simmer, cuocere, fate sobbollire

σιγοβράζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ferver, fervilhar, simmer, deixe ferver, cozinhe

σιγοβράζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pruttelen, sudderen, kook, de kook, sudder

σιγοβράζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
булькать, закипеть, закипать, закипание, кипятить, кипеть, кипятить на медленном огне, Варить на медленном огне, кипите, Варите на медленном огне

σιγοβράζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
putre, småkoke, hvile, la det småkoke, oppkok

σιγοβράζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sjuda, låt sjuda, simmer, beredskaps, sjud

σιγοβράζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poreilla, kiehua, hauduta, kiehua hiljalleen, simmer, hauduttaa

σιγοβράζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
simre, lad det simre, småkoge, ulme, simmer

σιγοβράζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vřít, Simmer, dusíme, povařit, povaříme

σιγοβράζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
duszenie, gromadzenie, podniecenie, gotowanie, dusić, simmer, gotować na wolnym ogniu, gotować, wolnym ogniu

σιγοβράζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
párolás, lassú tűzön, párolja, Simmer, megpároljuk

σιγοβράζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaynatma, galeyana getirmek, içten içe kaynatmak, kaynama, galeyan

σιγοβράζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
булькати, закипіти, закип'ятити, закипання, кип'ятити

σιγοβράζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zierje, ziej, të ziej

σιγοβράζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
защипания, едва се сдържам, къкрене, къкри, оставете да къкри

σιγοβράζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіпяціць, кіпяць

σιγοβράζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
podisema, keedetakse, keeda, aeglasel tulel haududa

σιγοβράζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ključati, krčkati, krčkanje, vreti, pirjati, lagano vrenje

σιγοβράζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krauma, látið malla, vægan hita, við vægan hita

σιγοβράζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užvirti, troškinkite, šildykite, pavirti, virinti ant lėtos ugnies

σιγοβράζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vārīšanās, lēnas uguns, vāra uz lēnas uguns, sākt vārīties, uz lēnas uguns

σιγοβράζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вријат, уталожвам, врие, оставете, растат со

σιγοβράζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fierbe, se fierbe, foc mic, fierbeti, fierbe înăbușit

σιγοβράζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kuhamo, Kuhajte, Simmer, Ključati

σιγοβράζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrieť, do varu, vriet
Τυχαίες λέξεις