Трепет στα ελληνικά

Μετάφραση: трепет, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέμω, τρεμούλα, τρεμούλιασμα, φοβάμαι, δέος, τρεμουλιάζω, συγκίνηση, πτερυγίζω, δόνηση, φόβος, ταραχή, τρόμος, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση
Трепет στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • агрегат στα ελληνικά - ομήγυρη, φυτό, μονάδα, εργοστάσιο, συνέλευση, καθορισμένος, τοποθετώ, ...
  • барыш στα ελληνικά - ωφέλεια, λήψη, απολαβή, κέρδος, λεηλατώ, κέρδους, κέρδη, ...
  • благополучие στα ελληνικά - ευτυχία, πρόνοια, ευημερία, ευεξία, ευημερίας, την ευημερία, ευεξίας
  • выделяющий στα ελληνικά - ξεχωρίζοντας, να δακτυλοδεικτείται, δακτυλοδεικτείται, εντοπίζοντας στην, επιλογή μόνον
Τυχαίες λέξεις
Трепет στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέμω, τρεμούλα, τρεμούλιασμα, φοβάμαι, δέος, τρεμουλιάζω, συγκίνηση, πτερυγίζω, δόνηση, φόβος, ταραχή, τρόμος, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση