Трескать στα ελληνικά

Μετάφραση: трескать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταβροχθίζω, περιδρομιάζω, πίνω πολύ, καταρροφώ, guzzle, καταναλώνουν
Трескать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • алло στα ελληνικά - εμπρός, γεια σας, γειά σου, γεια, Hello, γειά
  • бесхозный στα ελληνικά - ετοιμόρροπος, εγκαταλειμμένος, unowned, αφύλακτα, χωρίς ιδιοκτήτη
  • гульбище στα ελληνικά - σεργιανίζω, περιπατητικός, περιπατητική, περιπατητικής, περιπατητικούς, περιπατητικές
  • жеребенок στα ελληνικά - πουλάρι, πώλου, το πουλάρι, foal, πουλαριού
Τυχαίες λέξεις
Трескать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταβροχθίζω, περιδρομιάζω, πίνω πολύ, καταρροφώ, guzzle, καταναλώνουν