Тяжеловесный στα ελληνικά
Μετάφραση: тяжеловесный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρύς, αδέξιος, βαριά, βαρέων, βαρέα, βαρύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аптекарский στα ελληνικά - φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
- бессилие στα ελληνικά - ατονία, αναπηρία, ελάττωμα, ανικανότητα, ανικανότητας, την ανικανότητα, αδυναμία, ...
- декламация στα ελληνικά - απαγγελία, απαγγελίας, απαγγελίες, απαρίθμηση, την απαγγελία
- дозревать στα ελληνικά - μεστώνω, μεστός, ωριμάζω, ώριμος, ωριμάζουν, ωριμάσουν, ωριμάσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Тяжеловесный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρύς, αδέξιος, βαριά, βαρέων, βαρέα, βαρύ
Μεταφράσεις: βαρύς, αδέξιος, βαριά, βαρέων, βαρέα, βαρύ