Λέξη: σαφώς

Σχετικές λέξεις: σαφώς

σαφώς συνώνυμα

Συνώνυμα: σαφώς

καθαρά, φανερά, ολοφάνερα, ξάστερα, ευκρινώς, απλώς

Μεταφράσεις: σαφώς

σαφώς στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
distinctly, markedly, clearly, clear, well, is clearly, a clear

σαφώς στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
claramente, claridad, clara, con claridad, claro

σαφώς στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschieden, ausgesprochen, deutlich, klar, eindeutig, offensichtlich

σαφώς στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clair, clairement, distinctement, bien, nettement, manifestement

σαφώς στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiaramente, chiaro, chiarezza, con chiarezza, modo chiaro

σαφώς στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
claramente, clara, clareza, bem, claro

σαφώς στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duidelijk, duidelijke, duidelijk te, goed, helder

σαφώς στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заметно, определенно, ясно, внятно, раздельно, отчетливо, очевидно, четко, явно

σαφώς στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klart, tydelig, uten tvil, helt klart, åpenbart

σαφώς στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klart, tydligt, helt klart, uppenbart, uppenbarligen

σαφώς στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selvästi, selkeästi, kiistattomasti

σαφώς στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klart, tydeligt, helt klart, tydeligvis

σαφώς στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zřetelně, jasně, jednoznačně, zjevně, dnes jednoznačně

σαφώς στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybitnie, wydatnie, dobitnie, jasno, wyraźnie, oczywiście, najwyraźniej, jednoznacznie

σαφώς στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyértelműen, világosan, nyilvánvalóan, jól, tisztán

σαφώς στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açıkça, net, açık, açık bir şekilde, net bir şekilde

σαφώς στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ясно-ясно, виразно, ясно, чітко, помітно, очевидно, вочевидь, мабуть, явно, зрозуміло

σαφώς στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qartë, mënyrë të qartë, në mënyrë të qartë, të qartë, e qartë

σαφώς στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ясно, очевидно, ясно да, явно

σαφώς στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
відавочна, відаць

σαφώς στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iseloomulikult, selgelt, selgesti, ilmselgelt, selge

σαφώς στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izrazito, jasno, očito, je jasno, se jasno, jasnije

σαφώς στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
greinilega, skýrt, augljóslega, ljóst, vel

σαφώς στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aiškiai, akivaizdžiai, akivaizdus, aiškiau, neabejotinai

σαφώς στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaidri, nepārprotami, acīmredzami, ir skaidri, iespaidīgākais

σαφώς στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јасно, јасно се, јасно да, очигледно, јасно ги

σαφώς στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clar, mod clar, în mod clar, mod evident, claritate

σαφώς στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jasno, očitno, je jasno, opazno

σαφώς στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jasne, jednoznačne, zreteľne, jasné
Τυχαίες λέξεις