Уврачевать στα ελληνικά
Μετάφραση: уврачевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γιατρεύω, επουλώνω, επουλώνομαι, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брезгливость στα ελληνικά - αποστροφή, λεπτολογία, σχολαστικότητα, σχολαστικότητα του, σχολαστικότητά, fastidiousness
- вдыхать στα ελληνικά - εμπνέω, εισπνέω, αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
- грандиозный στα ελληνικά - πελώριος, κολοσσιαίος, σπουδαίος, δυνατός, τεράστιος, λαμπρός, μεγάλος, ...
- доля στα ελληνικά - μοιράζω, φλιτζάνι, ευχαριστημένος, τιμή, κλήρος, σκάγια, χωρίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Уврачевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γιατρεύω, επουλώνω, επουλώνομαι, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται
Μεταφράσεις: γιατρεύω, επουλώνω, επουλώνομαι, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται