Увязывать στα ελληνικά

Μετάφραση: увязывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμφιλιώνω, συμβιβάζω, εγκαθίσταμαι, κανονίζω, συντεταγμένη, συντονίζει, συντονίζουν, συντονίσουν, συντονίσει
Увязывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ахинея στα ελληνικά - σκουπίδια, μωρολογώ, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ανόητο
  • барахло στα ελληνικά - σκουπίδια, junk, πρόχειρο, παλιοπραγμάτων, ανεπιθύμητης
  • бомбометатель στα ελληνικά - βομβιστής, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβιστή, βομβαρδιστικών αεροπλάνων
  • дерьмовый στα ελληνικά - μίζερη, crappy, μίζερο, μίζερα, χάλια
Τυχαίες λέξεις
Увязывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμφιλιώνω, συμβιβάζω, εγκαθίσταμαι, κανονίζω, συντεταγμένη, συντονίζει, συντονίζουν, συντονίσουν, συντονίσει