Λέξη: διαφωτίζω
Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω
διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο
Συνώνυμα: διαφωτίζω
φωτίζω
Μεταφράσεις: διαφωτίζω
διαφωτίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enlighten, illuminate, shed light on
διαφωτίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
iluminar, iluminará, ilumina, ilumine, encenderá
διαφωτίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erleuchten, beleuchten, erhellen, zu beleuchten, ausleuchten
διαφωτίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éclairer, éclairez, éclairent, illuminer, éclairons, instruire, allume, allumer, allumera
διαφωτίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illuminare, illumina, accende, illuminerà, illuminano
διαφωτίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
iluminar, iluminam, ilumine, esclarecer, iluminará
διαφωτίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
illumineren, verlichten, belichten, branden, verlicht, te verlichten
διαφωτίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
осветить, осведомлять, освещать, просвещать, просветить, информировать, освещения, освещают, загорается
διαφωτίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
belyse, lyse, lyser, lyse opp, tennes
διαφωτίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
belysa, lyser, lysa, tänds, tändas
διαφωτίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valaista, selkeyttää, kirkastaa, selventää, valaisemaan, valaisemiseen, syttyvät, palavat
διαφωτίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
belyse, lyser, oplyse, lyse, at belyse
διαφωτίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
objasnit, poučit, osvítit, vysvětlit, osvětlit, rozsvítí, osvětlování, svítit, osvětlují
διαφωτίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uświadamiać, oświecać, oświecić, uświadomić, oświetlać, wyjaśniać, oświetlania, oświetlenia, oświetlić
διαφωτίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megvilágít, világít, megvilágítására, világítanak, világítani
διαφωτίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aydınlatmak, yanar, aydınlatabilirsiniz, aydınlatılması, yanacaktır
διαφωτίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
освітіть, просвіщати, інформувати, просвітити, висвітлювати, освітлювати, висвітлюватимуть, висвітлюватиме, освітлюватимуть
διαφωτίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndriçoj, mësoj, sqaroj, ndriçuar, ndriçojë
διαφωτίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
озарявам, осветяване, осветява, светне, освети
διαφωτίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асвятляць, асьвятляць
διαφωτίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selgitama, valgustama, valgustamiseks, valgustada, valgustavad, süttib
διαφωτίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osvijetliti, prosvijetiti, prosvijetliti, rasvijetliti, svijetliti, osvjetljavaju, osvjetljavanje
διαφωτίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lýsa, að lýsa, lýsa upp, er lýst, varpa ljósi
διαφωτίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šviesti, apšviesti, apšviečia, apšviestų, nušviesti, šviečia
διαφωτίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apgaismot, apgaismotu, apgaismošanai, izgaismotu, izgaismosies
διαφωτίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осветлат, го осветлуваат, осветлуваат, расветли, осветли
διαφωτίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ilumina, aprinde, iluminarea, lumina, a ilumina
διαφωτίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poučit, objasnit, osvetlitev, osvetljevanje, osvetliti, osvetljujejo, osvetlijo
διαφωτίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osvetliť, objasniť, vysvetliť, ozrejmiť, objasnil
Τυχαίες λέξεις