Λέξη: σοβάτισμα

Σχετικές λέξεις: σοβάτισμα

σοβάτισμα ταβάνι, σοβάτισμα τιμές, σοβάτισμα με κόλλα πλακιδίων, σοβάτισμα τοίχου, σοβάτισμα τοίχων, σοβάτισμα κόστος, σοβάτισμα οδηγίες, σοβάτισμα μάντρας, σοβάτισμα με πρέσα, σοβάτισμα οροφής

Μεταφράσεις: σοβάτισμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plastering, plasterering, Coatings, plastering works
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verputzend, plasterering
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crépissage, ravalement, plasterering
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
omítka, omítání, omítnutí, plasterering
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штукатури, plasterering
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plasterering
Τυχαίες λέξεις