Удержать στα ελληνικά
Μετάφραση: удержать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξακολουθώ, περιλαμβάνω, αμπάρι, διατείνομαι, κρατώ, παρακρατώ, διατηρώ, κατακρατώ, υποστηρίζω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аллегорический στα ελληνικά - παραστατικός, αλληγορικός, αλληγορική, αλληγορικό, αλληγορικά, αλληγορικές
- верблюжий στα ελληνικά - αδαής, καμήλας, ποτήρι, της καμήλας, καμήλου, καμηλου
- внятность στα ελληνικά - έμφαση, ακουστικότητα, ακουστότητα, την ακουστότητα, η ακουστότητα, ακροασιμότητα
- гитара στα ελληνικά - κιθάρα, κιθάρας, την κιθάρα, της κιθάρας, κιθάρων
Τυχαίες λέξεις
Удержать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξακολουθώ, περιλαμβάνω, αμπάρι, διατείνομαι, κρατώ, παρακρατώ, διατηρώ, κατακρατώ, υποστηρίζω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Μεταφράσεις: εξακολουθώ, περιλαμβάνω, αμπάρι, διατείνομαι, κρατώ, παρακρατώ, διατηρώ, κατακρατώ, υποστηρίζω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει