Λέξη: πανσές
Σχετικές λέξεις: πανσές
πανσές φυτό, πανσές φροντίδα, άγριοσ πανσέσ, πανσές καλλιέργεια, πανσές σπορά
Συνώνυμα: πανσές
αρσενοκοίτης, παιδεραστής, πούστης, ίο πολυχρού, θηλυπρεπής ανήρ
Μεταφράσεις: πανσές
πανσές στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pansy, violet
πανσές στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pensamiento, Pansy, del pensamiento, pensamiento de, a Pansy
πανσές στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stiefmütterchen, Stiefmütterchen, pansy
πανσές στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pensée, pense, Pansy, de pensée, tapette, de Pansy
πανσές στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
viola del pensiero, pansy, del Pansy, aiuola pansy, il pansy
πανσές στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amor-perfeito, Pansy, amor perfeito, do amor perfeito, do pansy
πανσές στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
viooltje, mietje, pansy, het Viooltje, van het viooltje
πανσές στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
женоподобный, гомосексуалист, модный, анютины глазки, Панси, Пэнси, Pansy, фиалка
πανσές στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stemorsblomst, Pansy, homse, stemorsblom, rensegeleen
πανσές στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pensé, pansy, pansyen, viol, styvmorsviol
πανσές στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
orvokki, ja orvokki, pansy, homo
πανσές στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stedmoderblomst, pansy, stedmoder, floks
πανσές στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
maceška, macešky, pansy, maceška s
πανσές στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bratek, Pansy, bratka, Fiołek ogrodowy, bratki
πανσές στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árvácska, császárszakáll, Pansy, hogy árvácska
πανσές στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hercai menekşe, pansy, menekşe, menekşesi, kadınsı
πανσές στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
братки, модний, анютини вічка, братчики
πανσές στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pederast, homoseksual, bythëqirë, manushaqe tringjyrëshe
πανσές στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
педераст, трицветна теменуга, госпожица, кокона, хомосексуалист
πανσές στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
браткі, браткоў
πανσές στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aedkannike, võõrasema, lilled Kannike, pede, pansy, kannike
πανσές στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
maćuhica, peder, homić, daninoć, homoseksualac
πανσές στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Pansy
πανσές στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
našlaitė, gėjus, Pansy, našlaitės, Našlaitėlė
πανσές στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atraitnīte, elegants, atraitnītes, homoseksuālists
πανσές στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
госпожица, кокона, женствен
πανσές στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trei frați pătați, pansea, pansy, trei frati patati, panselute
πανσές στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Peder, mačehe, Pansy, mačeha
πανσές στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sirôtky, fialka, maceška, sirôtka
Τυχαίες λέξεις