Уединенный στα ελληνικά
Μετάφραση: уединенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκοσμος, ιδιωτικός, απομονωμένος, ψυχρός, χωριστός, απομακρυσμένος, σεμνός, φαντάρος, ιδιαίτερος, δόλιος, μυημένος, σεμνότυφος, αποπνιχτικός, μόνος, πέλμα, κολλητός, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, απομονωμένους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- австрия στα ελληνικά - Αυστρία, Αυστρίας, την Αυστρία, η Αυστρία, της Αυστρίας
- анонимный στα ελληνικά - ανώνυμος, ανώνυμα, ανώνυμη, ανώνυμο, ανώνυμες
- выхватывать στα ελληνικά - δάκρυ, σκίζω, αρπάζω, σχίζω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, ...
- египтология στα ελληνικά - αιγυπτολογία, Egyptology, Αιγυπτιολογίας, Αιγυπτιολογία
Τυχαίες λέξεις
Уединенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκοσμος, ιδιωτικός, απομονωμένος, ψυχρός, χωριστός, απομακρυσμένος, σεμνός, φαντάρος, ιδιαίτερος, δόλιος, μυημένος, σεμνότυφος, αποπνιχτικός, μόνος, πέλμα, κολλητός, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, απομονωμένους
Μεταφράσεις: απόκοσμος, ιδιωτικός, απομονωμένος, ψυχρός, χωριστός, απομακρυσμένος, σεμνός, φαντάρος, ιδιαίτερος, δόλιος, μυημένος, σεμνότυφος, αποπνιχτικός, μόνος, πέλμα, κολλητός, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, απομονωμένους