Λέξη: τροχόσπιτο

Σχετικές λέξεις: τροχόσπιτο

τροχόσπιτο - τροχοβίλα, τροχόσπιτο μεταχειρισμένο, τροχόσπιτο fendt platin 650 tfd, τροχόσπιτο κύπρος, τροχόσπιτο caretta, τροχόσπιτο τιμή, τροχόσπιτο caretta τιμη, τροχόσπιτο ευκαιρία, τροχόσπιτο πωλείται, τροχόσπιτο english

Συνώνυμα: τροχόσπιτο

καραβάνι, σύρων, συρομένος, άμαξα συρομένη από αυτοκίνητο, νταλίκα, ρυμουλκούμενος

Μεταφράσεις: τροχόσπιτο

τροχόσπιτο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caravan, trailer, camper, a caravan, caravans

τροχόσπιτο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caravana, o Zona de, caravana de, caravanas, la caravana

τροχόσπιτο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wohnwagen, karawane, Wohnwagen, Karawane, Caravan

τροχόσπιτο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
remorque, roulotte, caravane, mort, caravanes, la caravane

τροχόσπιτο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
roulotte, carovana, caravan, Area per, per campeggiatori

τροχόσπιτο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caravana, área de camping, Caravan, caravana de, caravanas

τροχόσπιτο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kampeerwagen, karavaan, caravan, Kampeerplaats, caravans, Woonwagen

τροχόσπιτο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
автоприцеп, вагончик, дом-фургон, дом-автоприцеп, караван, фургон, каравана, караванный

τροχόσπιτο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
karavane, campingvogn, caravan, campingplass, campingplass Anmeldelse, campingvognen

τροχόσπιτο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
husvagn, vagnen, husvagnen, husvagns, karavan

τροχόσπιτο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karavaani, vankkurit, asuntovaunu, matkailuvaunu, caravan, asuntovaunun, matkailuvaunun

τροχόσπιτο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
campingvogn, Caravan, campingvognen, karavane

τροχόσπιτο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
karavana, přívěs, karavan, karavanu, karavanové, caravan

τροχόσπιτο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyczepa, karawana, karawan, przyczepa kempingowa, caravan, karawany

τροχόσπιτο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lakókocsi, karaván, a lakókocsi, lakókocsit, caravan

τροχόσπιτο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kervan, karavan, Kamp, caravan, Kamp Alanı

τροχόσπιτο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фургон, караван, каравану

τροχόσπιτο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karavan, karvan, karvani, karavani, furgon

τροχόσπιτο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
керван, каравана, караван, каравани, караваната

τροχόσπιτο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
караван

τροχόσπιτο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karavan, autoelamu, haagis, haagissuvila, Caravan, karavani, haagiselamu

τροχόσπιτο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
karavana, karavan, kamp prikolica, prikolica, caravan

τροχόσπιτο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húsbíll, Caravan, hjólhýsi, Fellihýsi

τροχόσπιτο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karavanas, Caravan, namas ant ratų, karavaną

τροχόσπιτο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
karavāna, treileru, dzīvojamais vagons, dzīvojamā piekabe

τροχόσπιτο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
карванот, караванот, карван, караван, камперска

τροχόσπιτο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
caravană, rulotă, caravana, rulote, rulota

τροχόσπιτο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prikolica, karavan, karavana, počitniška prikolica, caravan

τροχόσπιτο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
karavan, karavána, karavana, Caravan

Στατιστικά δημοτικότητας: τροχόσπιτο

Τυχαίες λέξεις