Λέξη: μυστήριο

Σχετικές λέξεις: μυστήριο

μυστήριο τρένο, μυστήριο συνώνυμα, μυστήριο βαπτίσματος, μυστήριο έξι αεροσκάφη «εξαφανίστηκαν» στην ίδια περιοχή, μυστήριο οικογενεια λεξεων, μυστήριο τρένο - γιώργος σαμπάνης, μυστήριο στην κέρκυρα, μυστήριο με φωτογραφία του αρη βελουχιώτη, μυστήριο του γάμου, μυστήριο με τον άνθρωπο χωρίς μνήμη που γνωρίζει πέντε γλώσσες

Συνώνυμα: μυστήριο

αίνιγμα

Μεταφράσεις: μυστήριο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mystery, sacrament, mysterious, mystery of, a mystery
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arcano, enigma, misterio, adivinanza, el misterio, misterioso, de misterio, misterio de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rätsel, mysterium, geheimnis, Geheimnis, Rätsel, Mysterium, Geheimnisses, Mystery
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cachotterie, secret, mystère, énigme, arcane, le mystère, de mystère, mystère de, mystères
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mistero, segreto, indovinello, enigma, il mistero, di mistero
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
misterioso, enigma, adivinhação, mistério, mistérios, de mistério, do mistério
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mysterie, puzzel, geheimenis, raadsel, geheimzinnigheid, geheim, mystery
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мистерия, тайна, таинственность, загадка, подноготная, таинство, загадкой, тайной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mysterium, gåte, mysteriet, mystikk, mystery, hemmelighet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mysterium, gåta, mystery, mysteriet, mystik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mysteeri, arvoitus, dekkaritarina, salaisuus, mysteerin, salaisuuden
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gåde, mysterium, mystik, mysteriet, mystery
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tajemství, mystérium, záhada, záhadou, tajemno, tajemstvím
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
misterium, tajemnica, zagadka, tajemnicą, tajemnicy, tajemnicę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hittitok, rejtély, misztérium, titkolózás, rejtélyt, titok, titkát
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilmece, sır, gizem, gizemli, gizemi, mystery
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
містерія, таємниця, загадка, таїна, тайна, таємницю, секрет
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mister, misteri, misterin, mister i, mister të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тайна, мистерия, загадка, мистерията, тайнственост
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
таямніца, тайна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõistatus, müsteerium, salapära, saladus, saladuse, müsteeriumi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tajna, zagonetka, misterija, otajstvo, misterij
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ráðgáta, leyndardómur, leyndardómurinn, leyndardóm, Mystery
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paslaptis, paslaptingumas, mįslingumas, mįslė, slėpinys, misterija
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīkla, noslēpums, mistērija, mystery, noslēpumu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мистерија, мистеријата, тајната, тајна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
enigmă, mister, misterul, taină, misterios, misterului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skrivnost, mystery, uganka, skrivnostni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
záhada, zázrak, tajomstvo, tajomstva, tajomstvá, tajomstiev, tajomstve

Στατιστικά δημοτικότητας: μυστήριο

Τυχαίες λέξεις