Укрощать στα ελληνικά

Μετάφραση: укрощать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπίθεση, διάλλειμα, σπάζω, τιθασεύω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, διάλειμμα, εξημερώνω, δαμάζω, δαμάσει, δαμάσουν, εξημερώσει
Укрощать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буря στα ελληνικά - τρικυμία, θύελλα, ανεμοθύελλα, καταιγίδα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα
  • вкрадываться στα ελληνικά - κόλακας, σέρνομαι, έρπω, κλίνουν, περάσει στο, παρεισφρήσουν, σέρνεται, ...
  • гидромодуль στα ελληνικά - δασμοί, καθήκον, δασμού, δασμός, δασμό, δασμών
  • губитель στα ελληνικά - blighter
Τυχαίες λέξεις
Укрощать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπίθεση, διάλλειμα, σπάζω, τιθασεύω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, διάλειμμα, εξημερώνω, δαμάζω, δαμάσει, δαμάσουν, εξημερώσει