Λέξη: πίστωση

Σχετικές λέξεις: πίστωση

πίστωση φαρμάκων, πίστωση φόρου αλλοδαπής, πίστωση τι σημαίνει, πίστωση φόρου, πίστωση φαρμακοποιών, πίστωση του τιμήματοσ, πίστωση στα αγγλικά, πίστωση so easy, πίστωση χρόνου, πίστωση λογαριασμού

Συνώνυμα: πίστωση

εμπιστοσύνη, παρακαταθήκη, πίστη, καταπίστευμα, εμπορικός συνδυασμός, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, τιμή

Μεταφράσεις: πίστωση

πίστωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
credit, appropriation, appropriation is, credited, crediting

πίστωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crédito, de crédito, créditos, crediticia, el crédito

πίστωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zitat, anrechnen, ansehen, kredit, Kredit, Gutschrift, Guthaben, Credit

πίστωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
croyance, influence, créditent, approbation, confiance, référence, créditer, créditons, citation, foi, reconnaissance, créditez, honneur, croire, avoir, créance, crédit, de crédit, crédits, crédit à, le crédit

πίστωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
credito, accreditare, fido, fede, onore, avere, di credito, del credito, crediti, creditizio

πίστωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crédito, haver, citação, de crédito, créditos, do crédito, o crédito

πίστωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tegoed, citaat, aanhaling, krediet, credit, creditzijde, creditcard, kredietlimiet

πίστωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вера, доверие, сумма, вверять, долг, кредит, титр, приходовать, доверять, кредитовать, цитата, кредитной, кредитные, кредитных, счете не

πίστωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kreditt, kredittkort, kredittrisiko

πίστωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kredit, heder, förtjänst, poäng, krediter, Fotograf

πίστωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luottamus, maine, ansio, sitaatti, tulot, luotto, pisteitä, luotto-, luoton, luottoa

πίστωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillid, kredit, kredit-, credit, lån, kreditkort

πίστωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důvěra, zásluha, kredit, uznání, úvěr, věřit, víra, čest, zápočet, kreditní, úvěrová

πίστωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaliczenie, kredytowanie, honor, zaufanie, wiara, uznanie, zaszczyt, chluba, uchwała, zasługa, kredytować, kredyt, ufać, kredytowy, kredytowa, kredytowej, kredytowego

πίστωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
becsület, jóváírás, hitel, hitelt, hitel-, hitelek, hitelezési

πίστωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kredi, Hesaba, Yükle, Credit

πίστωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кредитувати, довіряти, кредитний, кредит, довір'я, кредиту

πίστωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kredi, kreditit, krediti, të kredisë, e kreditit

πίστωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кредит, цитат, доверие, кредити, кредитна, кредитен, в кредити

πίστωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крэдыт

πίστωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ainepunkt, tunnustama, usaldus, krediit, laen, krediidi, krediidiriski, krediiti

πίστωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vjera, kreditnim, kreditni, vjerovati, kreditnih, kredit, kreditne, kreditnoj, o kreditnoj, kreditna

πίστωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
inneign, kredit, trúnaður, lánsfé, lána

πίστωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kreditas, paskola, kredito, kreditų, kreditinės, kreditai

πίστωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
norāde, kredīts, kredīta, kredītu, kredītreitingu, kredītriska

πίστωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кредит, кредитните, кредитни, кредитна, кредитен

πίστωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
referinţă, credit, de credit, creditului, credite, creditelor

πίστωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kredit, kreditne, kreditna, kreditno, kreditni

πίστωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kredit, úver, úvery, úveru

Στατιστικά δημοτικότητας: πίστωση

Τυχαίες λέξεις