Λέξη: πηγάδι

Σχετικές λέξεις: πηγάδι

πηγάδι βικιπαίδεια, πηγάδι των ψυχών, πηγάδι δήλωση, πηγάδι πληροφορίεσ, πηγάδι χανιά, πηγάδι αγγλικά, πηγάδι κατασκευή, πηγάδι του ιακώβ, πηγάδι πτελεού, πηγάδι βουλιαγμένης

Συνώνυμα: πηγάδι

πηγή, φρέαρ, στέλεχος, αχτίδα, κοντάρι, ράβδος, άξων

Μεταφράσεις: πηγάδι

πηγάδι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
well, shaft, the well, a well, well of

πηγάδι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bien, bueno, pues, pozo, así, y, también

πηγάδι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesund, wohl, aufsprudeln, quelle, nun!, aufspritzen, gut, tiefbett, und, auch, sowie, ebenso

πηγάδι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suffisamment, convenablement, puits, partant, bon, donc, alors, sain, bien, fontaine, source, or, joliment, jaillir, ainsi, et, même

πηγάδι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pozzo, sorgente, bene, fontana, bello, buono, bravo, ben, e, così, anche

πηγάδι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cisterna, bem, soldador, bom, poços, poço, assim, também, além

πηγάδι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
welnu, put, goed, wel, bron, en, ook, zowel, vormt

πηγάδι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вскипать, пропечь, пролёт, пропекать, колодец, хорошо, отстойник, родник, зумпф, водоем, скважина, также, а, так, же

πηγάδι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bra, frisk, god, brønn, vel, godt, også, tillegg

πηγάδι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bra, god, väl, brunn, källa, och, samt, också

πηγάδι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuntuvasti, lähde, hyvästi, paljon, huomattavasti, terve, hyvin, kaivo, sekä, myös, samoin, oikein

πηγάδι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
godt, brønd, vel, og, såvel, samt

πηγάδι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dobro, pramen, zdroj, slušně, vždyť, studna, náležitě, tryskat, šachta, zdravý, úplně, prýštit, nuže, dobře, vytrysknout, tedy, i, také, stejně, rovněž

πηγάδι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bić, wir, tryskać, źródło, studzienka, dostatecznie, studnia, dobrze, również, oraz, także, i

πηγάδι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerencsésen, jól, valamint, is, és, illetve

πηγάδι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyi, güzel, kaynak, çeşme, pınar, de, sıra, yanı, iyi olarak

πηγάδι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
небо, добре, гарно

πηγάδι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bunar, mirë, dhe, edhe, të mirë, gjithashtu

πηγάδι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кладенец, добре, и, както, също, така

πηγάδι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
колодзеж, добры, добра, хорошо

πηγάδι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pilv, hästi, ning, ka, ja, samuti

πηγάδι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jama, dobro, zdrav, dakle, vrela, zdenac, i, te, ali, pa

πηγάδι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frískur, heilsugóður, vel, jæja, og, heilbrigður, og heilbrigður, einnig

πηγάδι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
bene

πηγάδι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šulinys, gerai, pat, ir, bei, taip

πηγάδι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aka, labi, arī, gan, krietni

πηγάδι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бунарот, добро, и, така

πηγάδι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bun, puţ, bine, și, si, precum, de bine

πηγάδι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
no, dobro, tudi, ter, in, naredil

πηγάδι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
no, dobre

Στατιστικά δημοτικότητας: πηγάδι

Τυχαίες λέξεις