Уложение στα ελληνικά
Μετάφραση: уложение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κώδικας, λήξη, τέλος, συμπέρασμα, ο κώδικας, του κώδικα, τον κώδικα, Κώδικας
Μεταφράσεις
- апологический στα ελληνικά - apologichesky
- арендатор στα ελληνικά - κάτοχος, θήκη, αγρότης, κολίγας, ένοικος, νοικάρης, ενοικιαστής, ...
- дефективный στα ελληνικά - ελαττωματικός, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
- дюжий στα ελληνικά - ανθεκτικός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος, βαρύς, βαριά, βαρύ, ...
Τυχαίες λέξεις
Уложение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κώδικας, λήξη, τέλος, συμπέρασμα, ο κώδικας, του κώδικα, τον κώδικα, Κώδικας
Μεταφράσεις: κώδικας, λήξη, τέλος, συμπέρασμα, ο κώδικας, του κώδικα, τον κώδικα, Κώδικας