Λέξη: αναστάτωση
Σχετικές λέξεις: αναστάτωση
αναστάτωση συνώνυμα, αναστάτωση μεταφραση, αναστάτωση στο άγιο όρος συνεχίζει να κουνιέται το καντήλι, αναστάτωση επικρατεί αυτή την ώρα στην αγία σοφίας, αναστάτωση από ιστοσελίδα που κλέβει καυτές φωτογραφίες, αναστάτωση στα χανιά απο ισχυρό κρότο, αναστάτωση αγγλικά, αναστάτωση στην εκκλησία από τις πληροφορίες για μητροπολίτες, αναστάτωση στην κρήτη πέντε σεισμοί σε μια ώρα, αναστάτωση με coca cola
Συνώνυμα: αναστάτωση
φύσημα, μπουρίνι, νιφάς, ταραχή, αναταραχή, φασαρία, οχλαγωγία, συγκλονισμός, σπασμός, διάσπαση, διάρρηξη, αποδιοργάνωση, άρνηση πρόσβασης, παράλυση, ξεχαρβάλωμα
Μεταφράσεις: αναστάτωση
αναστάτωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fuss, disruption, upheaval, commotion, inconvenience
αναστάτωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desorganización, trastorno, ruptura, interrupción, perturbación
αναστάτωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zinnober, getue, bewegung, aufheben, gewühl, unterbrechung, aufregung, lärm, zerrüttung, Unterbrechung, Störung, Störungen, Unterbrechungen
αναστάτωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confusion, rupture, simagrées, tracasseries, querelle, perturbation, dérangement, tapage, agitation, ébranlement, interruption, dérèglement, histoires*, mouvement, tumulte, trouble, perturbations, la perturbation
αναστάτωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scalpore, trambusto, rottura, interruzione, perturbazione, interruzioni, perturbazioni
αναστάτωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agitação, alvoroço, rompimento, ruptura, interrupção, perturbação, perturbações
αναστάτωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
troebelen, onderbreking, woeling, opschudding, beroering, beweging, interruptie, agitatie, onrust, schorsing, ontwrichting, verstoring, verstoring van, verstoringen
αναστάτωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
суета, подрыв, развалины, срыв, треск, шумиха, развал, перерыв, разрыв, шум, раскол, юлить, крушение, суматоха, сутолока, возня, нарушение, разрушение, нарушения
αναστάτωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
larm, ståk, bråk, avbrudd, forstyrrelser, forstyrrelse, brudd
αναστάτωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bråk, störningar, avbrott, störning
αναστάτωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sekamelska, touhuta, hyörinä, vouhottaja, hajaannus, kohu, katko, vouhotus, melske, säpinä, häly, hässäkkä, häiriö, häiriöitä, häiriöt, häiriöiden, häiriötä
αναστάτωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afbrydelse, forstyrrelser, forstyrrelse, afbrydelser, afbrydelse er
αναστάτωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povyk, zmatek, rozvrat, rozruch, porucha, ruch, hádka, narušení, přerušení, narušením
αναστάτωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
awantura, rozerwanie, krzątanina, zakłócenie, hałas, rozdział, zamieszanie, rwetes, certować, cudować, ceregiele, przerwanie, zakłócenia, zakłóceń, zaburzenia
αναστάτωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szétszakadás, faksznizás, zavar, zavarok, megzavarása, zavarokat, zavara
αναστάτωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesilme, hareket, bozulma, bozulması, kesinti, kesintileri, parçalama
αναστάτωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
метушитися, гармидер, розірвання, суєта, зруйнування, галас, розривши, дезинтеграця, метушня, порушення
αναστάτωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përçarje, ndërprerje, ndërprerja, prishja, percarje
αναστάτωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разрив, разпадане, разрушение, прекъсване, смущения
αναστάτωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парушэнне, парушэньне
αναστάτωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
segilöömine, nääklus, katkestus, lärm, häire, häireid, katkemise, märkimisväärne negatiivne mõju
αναστάτωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vika, poremećaj, galamiti, komešanje, raskid, buka, metež, galama, prekid, ometanje, smetnja, narušavanje
αναστάτωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
læti, röskun, truflun, truflanir, sundrung, truflun á
αναστάτωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žlugimas, sutrikimas, sutrikdymas, sutrikimų, veiklą sutrikdžius
αναστάτωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sagraušana, traucējumi, traucējumus, pārtraukšana, darbības traucējumi
αναστάτωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нарушување, прекин, нарушување на, прекинот, нарушувањето
αναστάτωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ruptură, perturbare, întrerupere, întreruperi, perturbarea
αναστάτωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
motnje, motnja, motnjah, okvara, porušitev
αναστάτωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozvrat, hádka, narušenie, narušenia, narušeniu, narušení, narušeniam
Τυχαίες λέξεις