Уменьшение στα ελληνικά
Μετάφραση: уменьшение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, ελαττώνομαι, ανάπαυλα, μείωση, ελάττωση, διάλλειμα, ανάρτηση, αναγωγή, αναστολή, εναιώρημα, κατάθλιψη, συστολή, ύφεση, ανακοπή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воссоединение στα ελληνικά - επανένωση, επανένωσης, συνάντηση, επανασύνδεση, reunion
- востоковедческий στα ελληνικά - ανατολικός, ανατολίτικος, Oriental, Ανατολικών, Ανατολίτικο, ανατολίτικη
- гляделки στα ελληνικά - ανάβω, φωτίζω, φωτερός, ξανθός, ηδονοβλεψίες, ηδονοβλεψίες δικοί, τα ηδονοβλεψίες
- добродушие στα ελληνικά - ερασμιότητα, amiability, φιλοφρονήσεις, φιλοφροσύνη
Τυχαίες λέξεις
Уменьшение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, ελαττώνομαι, ανάπαυλα, μείωση, ελάττωση, διάλλειμα, ανάρτηση, αναγωγή, αναστολή, εναιώρημα, κατάθλιψη, συστολή, ύφεση, ανακοπή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Μεταφράσεις: περιστολή, ελαττώνομαι, ανάπαυλα, μείωση, ελάττωση, διάλλειμα, ανάρτηση, αναγωγή, αναστολή, εναιώρημα, κατάθλιψη, συστολή, ύφεση, ανακοπή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της