Ελαττώνομαι στα ρωσικά

Μετάφραση: ελαττώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спад, снижаться, послабление, обзол, уменьшение, убывание, ослабление, убыль, уменьшаться, убывать
Ελαττώνομαι στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαττώνομαι

ελαττώνομαι λεξικό γλώσσας ρωσικά, ελαττώνομαι στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ελαστικότητα στα ρωσικά - эластичность, упругость, упругости, эластичности, эластичностью
  • ελαττωματικός στα ρωσικά - ложный, испорченный, малограмотный, безграмотный, неполноценный, дефективный, неисправный, ...
  • ελαττώνω στα ρωσικά - доводить, убавить, понизить, понижать, приуменьшить, сбавлять, умалять, ...
  • ελαφρόμυαλος στα ρωσικά - пустой, незначительный, фривольный, несерьезный, легкомысленный, поверхностный, ветреный, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελαττώνομαι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: спад, снижаться, послабление, обзол, уменьшение, убывание, ослабление, убыль, уменьшаться, убывать